- πρόπεμπτος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που συνέβη, ήλθε ή έγινε πριν από πέντε μέρες2. (το ουδ. πληθ. ως χρον. επίρρ.) πρόπεμπταπριν από πέντε μέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πέμπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόπεμπτα — πρόπεμπτος five days before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)